-
1 θαομαι
I(только inf. praes. θῆσθαι, aor. θησάμην)1) сосать(γυναῖκά τε μαζόν Hom.)
2) кормить грудью(Ἀπόλλωνα HH.)
3) доить, выдаивать(γάλα Hom.)
II(см. тж. θεάομαι и θηέομαι)(fut. θήσομαι; inf. aor. θήσασθαι - дор. θάσασθαι)
1) глядеть, взиратьθᾶσθε (= θεᾶσθε) τοῦδε τὰς ἀπιστίας! Arph. — смотрите, какая у него недоверчивость!
2) глядеть с восхищением, восторгаться
См. также в других словарях:
λέαινα — Όνομα δύο εταίρων της αρχαιότητας. 1. Αθηναία εταίρα (6ος αι. π.Χ.). Ήταν φίλη του Αρμόδιου, ενός από τους Τυραννοκτόνους. Όταν ο Ίππαρχος δολοφονήθηκε, ο αδελφός του Ιππίας τη βασάνισε για να ομολογήσει ό,τι γνώριζε για τη συνωμοσία και η Α.… … Dictionary of Greek